ακαταλαβίστικος

ακαταλαβίστικος
-η, -ο
εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να καταλάβει, ο ακατανόητος ή ο δυσκολονόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακαταλάβιστος + κατάληξη -ικος
το ρηματ. επίθ. ακαταλάβιστος < καταλαβαίνω, αναλογικά προς τα ρηματ. επίθ. που προέρχονται από ρέματα σε -ίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακαταλαβίστικος — η, ο ακατανόητος: Αυτά που λες είναι για μένα ακαταλαβίστικα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακαταλάβιστος — η, ο ο ακαταλαβίστικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταλαβαίνω αναλογικά προς τα ρηματ. επιθ. που προέρχονται από ρήματα σε ίζω. ΠΑΡ. ακαταλαβίστικος] …   Dictionary of Greek

  • φουτουριστικός — ή, ό, Ν [φουτουριστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φουτουρισμό, που έχει τα χαρακτηριστικά τού φουτουρισμού 2. συνεκδ. εκκεντρικός, αλλόκοτος, ακαταλαβίστικος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”